ἀχρήστου

ἀχρήστου
ἄχρηστος
useless
masc/fem/neut gen sg
ἀ̱χρήστου , ἀχρηστόω
make useless
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀχρηστόω
make useless
pres imperat act 2nd sg
ἀχρηστόω
make useless
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

  • αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… …   Dictionary of Greek

  • αλκαθείν — ἀλκαθεῑν (Α) βοηθώ, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω] …   Dictionary of Greek

  • αμώς — Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης από την κωμόπολη Θεκονέ της Ιουδαίας. Έδρασε στις πόλεις Βαιθήλ και Σαμάρεια σε μια περίοδο γενικής ευημερίας, αλλά συγχρόνως ηθικής παρακμής και αποσύνθεσης, και προσπάθησε με το προφητικό του… …   Dictionary of Greek

  • ανακίδναμαι — ἀνακίδναμαι (Α) σκορπίζομαι, υψώνομαι προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι, διασκορπίζομαι», παθητ. τού άχρηστου κίδνημι, ποιητ. αντί σκεδάννυμαι] …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόδικτος — δακτυλόδικτος, ον (Α) φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.) ο ήχος τής σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + *δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον τού άχρηστου ενεστ. *δίκω «ρίχνω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • είωθα — εἴωθα, εἰωθός βλ. έθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σε σFωθα, με ανομοίωση τών δασέων και αντέκταση < ΙΕ ρίζα *swedh «συνήθεια, έθιμο, άσυλο». Ο τ. είωθα είναι αρχαίος αμετάβατος παρακείμενος τού άχρηστου ενεστώτα έθω* και συνδέεται με λατ. suēsco… …   Dictionary of Greek

  • ιππούραιο — το (Α ἱππούραιον) νεοελλ. σύνολο κλωσμάτων παλιού άχρηστου σχοινιού δεμένων στην άκρη σχοινένιας λαβής σαν αλογοουρά, το οποίο χρησίμευε παλιότερα στο σφουγγάρισμα και στο στέγνωμα τών καταστρωμάτων τών πλοίων, κν. παπάδι ή παπάζι αρχ. η ουρά τού …   Dictionary of Greek

  • καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”